Μητρούσης Γκογκολάκης 

 (Καπετάν Μητρούσης)

Καπετάν Μητρούσης (Γκογκολάκης)

Ο θρύλος της Ανατολικής Μακεδονίας.

Μοναδική προσωπογραφία

Ο Μητρούσης Γκογκολάκης,  υπήρξε η κατ’εξοχήν  ηρωϊκή  φυσιογνωμία του Μακεδονικού Αγώνα στην περιφέρεια των Σερρών. Καταγόταν από ένα χωριό κοντά στις Σέρρες  με το όνομα Χομόνδος (σημερινό Μητρούσι), οι κάτοικοι του οποίου ήταν σλαβόφωνοι, πλην όμως γνήσιοι Ελληνομακεδόνες και καυχιόνταν για την ελληνική τους καταγωγή. Το αθλητικό του παράστημα η αδιαφιλονίκητη υπεροχή του ως παλαιστή και το εξαίρετο ήθος του , είχαν ως αποτέλεσμα ο Γκογκολάκης  να χαίρει του θαυμασμού και της  αγάπης των κατοίκων της περιοχής. Ο Μητρούσης  συγκρότησε ένοπλη ομάδα και ανέπτυξε πλούσια δράση κατά των βουλγαρικών  συμμοριών

Στις   1  Σεπτεμβρίου του 1906,ο αρχικομιτατζής Τάσκα, ο οποίος απέτυχε να προσελκύσει στις τάξεις του τον Γκογκολάκη με παροχές και υποσχέσεις, για να τον εκδικηθεί και να τον τρομοκρατήσει μπαίνει στο σπίτι του στο Χομόνδος και σφάζει τη γυναίκα του και το μοναδικό παιδί τους .         Ο Μητρούσης μόλις πληροφορείται το γεγονός γίνεται έξαλλος και στρέφεται μαζί με συντρόφους του  κατά του βουλγαρίζοντος χωριού Καρατζάκιοϊ (Μονοκλησιάς) όπου σύμφωνα με πληροφορίες κρύβονταν οι δολοφόνοι των δικών του. Εκεί σκοτώνουν γύρω στους 30 κομιτατζήδες   ( μέλη βουλγαρικών συμμοριών ) και πριν φθάσουν τα τουρκικά αποσπάσματα πυρπολούν σπίτια και αποχωρούν. 

Το εγχείρημα αυτό του Γκογκολάκη, προκάλεσε διαμαρτυρία και κάποια αναταραχή στο Κέντρο των Σερρών και προκειμένου να κοπάσει κάπως ο   σάλος που δημιουργήθηκε, ο Μητρούσης αποστέλλεται στην Αθήνα, απ' όπου επανέρχεται μετά από δύο μήνες με δύο φίλους του συναγωνιστές από την ελεύθερη Ελλάδα και τίθεται αμέσως επικεφαλής Σώματος ανδρών, (στο οποίο, πλην των δύο αγαπητών του συντρόφων, του Ιωάννου Ούρδα και του Μιχαήλ Ουζούνη, προσκολλώνται ως υπαρχηγός του Σώματος, ο λοχίας Θεόδωρος Τουρλεντές από την Μεγαλόπολη Αρκαδίας και ο Νικόλαος Παναγιώτου από το Αγρίνιο, με τους οποίους γνωρίστηκε στην Αθήνα.      

Τον Ιούλιο του 1907, πληροφορείται ο Γκογκολάκης ότι ο φονιάς της συζύγου και του παιδιού του, αφού διέφυγε κατά την επίθεση στο Καρατζάκιοϊ, κρύβεται στην πόλη των Σερρών. Αψηφώντας τους κίνδυνους, το απόγευμα της 13ης Ιουλίου φθάνει με τους τέσσερις γενναίους συναγωνιστές του στην πόλη   των Σερρών   (στη συνοικία Καμενίκια), και εγκαθίσταται στην οικία του ιερέα του Ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας Σερρών, Παπαθανάση, όπου, όμως, γίνεται αντιληπτός από τον βουλγαρίζοντα Δίγκο και προδίδεται απ' αυτόν στις Τουρκικές Αρχές. Ευθύς αμέσως, η συνοικία που βρισκόταν ο Γκογκολάκης, δηλαδή τα Καμενίκια, πολιορκείται από ισχυρότατη τουρκική στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από ολόκληρη την φρουρά των Σερρών και περίπου 500 άτακτους.

Ο Μητρούσης πολεμώντας μέσα στην πόλη των Σερρών όπου έδωσε την τελευταία μάχη της ζωής του.

Φωτογραφία του Κ. Μητρούση 

στο διάδρομο του σχολείου

Το επόμενο πρωί, δηλαδή στις 14 Ιουλίου 1907, αρχίζει η επική και οπωσδήποτε άνιση από αριθμητικής πλευράς μάχη. Ο Μητρούσης με τα παλληκάρια του Γιάννη Ούρδα, Μιχάλη Ουζούνη, συγχωριανούς του, Θεόδωρο Τουρλεντέ και Νικόλαο Παναγιώτου, από την ελεύθερη Ελλάδα, καταλαμβάνει το παρακείμενο κωδωνοστάσιο του Ιερού Ναού της Ευαγγελίστριας.

Ο σκληρός και χωρίς ελπίδα  αγώνας διαρκεί πέντε ώρες. Δύο από τα παλληκάρια του Μητρούση,  ο Θεόδωρος Τουρλεντές και ο Μιχάλης Ουζούνης, πέφτουν ηρωϊκώς στο πλευρό του, ενώ οι άλλοι δύο, δηλαδή ο Νίκος Παναγιώτου και ο Ιωάννης Ούρδας, πολεμώντας στήθος με στήθος στην Ούρα του προαυλίου της εκκλησίας, τραυματισμένοι βαρύτατα, συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι και στις 31 Δεκεμβρίου του έτους 1907 οδηγούνται στην αγχόνη, αφού προηγουμένως βασανίστηκαν απάνθρωπα

  Ο Καπετάν Μητρούσης, μένοντας τελικά  μόνος, συνεχίζει τον αγώνα αλύγιστος μέχρις ότου αντιλαμβάνεται ότι μόνον μία σφαίρα του είχε απομείνει. Θέλει να την πουλήσει και αυτήν ακριβά. Καλεί τον Διευθυντή της Αστυνομίας, προσποιούμενος ότι θέλει, δήθεν, να παραδοθεί και φυτεύει στον κρόταφο του ανύποπτου αυτού Τούρκου αξιωματούχου την τελευταία του σφαίρα, ενώ συγχρόνως για να μην συλληφθεί ζωντανός, βυθίζει το μαχαίρι του στα σπλάχνα του μπροστά στα έκπληκτα μάτια   των αντιπάλων του, δίνοντας έτσι τέλος στην ανεπανάληπτη αυτή εποποιία, η οποία θα παραμείνει για πάντα  φωτεινό παράδειγμα και ορόσημο για να διδάσκει στους Έλληνες τις θυσίες των προγόνων μας για να παραμείνει η Μακεδονία μας ΕΛΛΗΝΙΚΗ.

Την επαύριο το σώμα του Μητρούση ετάφη · πλησίον του τόπου της συμπλοκής.Η πόλις των Σερρών, ευγνωμονούσα έστησε την προτομή του ηρωικού τέκνου της Μητρούση Γκογκολάκη πλησίον του τόπου της θυσίας του.

Η προτομή

       Όπως χαρακτηριστικά γράφει, ο ιστοριοδίφης Πέτρος Πέννας στο βιβλίο του "Ιστορία των Σερρών": 

«.... η εποποιία γίνεται θρύλος, ο θρύλος τραγούδι και το τραγούδι συμβολική δύναμη, η οποία εμψυχώνει τις ψυχές. 

Κι έτσι τραγούδησε η Λαϊκή Μούσα τον θάνατο του ανδρειωμένου παλικαριού:

*******

Μητρούσης Καπετάνιος

θεόν παρακαλεί

Να έμβη μες στα Σέρρας

Να σύρη το σπαθί.

Κομσέρόες μιστιντούκόες(Τούρκοι βαθμούχοι)

και όλη η Τουρκιά

Αλλάχ Αλλάχ φωνάζουν

"Τεσλίμ όλ"(τουρκική λέξη, σημαίνουσα πρόσκληση προς παράδοση)

Μπρε Μητρούσ.

Α εν πάτε να χαθήτε

"Τεσλίμ " δεν γίνουμαι

Το αίμα μου το χύνω

ποτάμι ας γένη.

 ******

Ο      καπετάν     Μητρούσης

Μητρούσης καπετάνιος θεόν παρακαλεί 

Να έμπει μες τις Σέρρες να σύρει το σπαθί 

Σπαθί μου ασημένιο στα δέντρα π' ακουμπά 

Τα τούρκικα κεφάλια στη γη να τα χτυπάς

 Ομπρός - ομπρός παιδιά μου ζωστείτε τ' άρματα 

Να διώξουμε Βουργάρους μέσα στη Βουργαριά 

Ομπρός - ομπρός παιδιά μου ζωστείτε τ' άρματα 

Να διώξουμε τους Τούρκους στην κόκκινη μηλιά.

Στο δρόμο που περνάει τον βλέπει η Τουρκιά 

Σφαλνούν κλείνουν τις πόρτες κλείνουν τα μαγαζιά

 Ιούλη δεκαπέντε Σαββάτο βράδυ οχτώ 

Εκλείσαν  το Μητρούση, μες το καμπαναριό

- Τεσλίμ ωρέ, Μητρούση με όλα τα παιδιά

- Τεσλίμ το ποιος θα γένει στ' αγαρηνά σκυλιά;

Τεσλίμ ωρέ γκιούρη - Τεσλίμ δε γίνουμαι

 Το αίμα μου θα χύσω δεν παραδίνουμαι

 Πιάνουν και γράφουν γράμμα, φιρμάν στο βασιλιά

 Να κάψουμε τις Σέρρες για πέντε εξ παιδιά.

 *******

Το μάθατε μωρέ παιδιά, το μαύρο το μαντάτο 

Στις Σέρρες και στο Μπόσδακα, στο έρμο το Χομόντος

Ο Γκογκολάκης πολεμά με τέσσερις νομάτους

 Στην Άγια Βαγγελίστρια δέκα χιλιάδες Τούρκους

 Πέφτουν τα βόλια σα βροχή τα τόπια σα χαλάζι

 Πέφτουν κι οι Τούρκοι αμέτρητοι, μαζί κι ο κομισέρης

 Κακό γιουρούσι έκαμε το τούρκικο τ' ασκέρι

 Και ο Μητρούσης έπεσε και ο Μητρούσης πάει

Τον κλαίνε όλα τα χωριά, τον κλαίει η χώρα όλη

 Τον κλαίνε κι οι Σερριώτισσες και οι Σερριωτοπούλες

Μαύρα φορούνε το πρωί,μαύρα φορούν το γιόμα

Μαύρα φορούν τ’απόβραδα σαν πάνε να δειπνήσουν

Το παλικάρι χάθηκε κι ο καπετάνιος πάει